υπηρέσιο(ν)

υπηρέσιο(ν)
το / ὑπηρέσιον, ΝΑ
κομμάτι από βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα σε κάθισμα λέμβου για να κάθονται πάνω σε αυτό οι επιβάτες
αρχ.
1. ο μισθός τού κωπηλάτη
2. υπηρετικό πλοίο
3. υπόστρωμα ή σάγμα αλόγου
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπηρέσιον, τὸ παρ' ἡμῑν, ᾧ χρώμεθα εἰς ἀπόπατον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τις σημ. «υπηρετικό πλοίο» και «μισθός τού κωπηλάτη» < ὑπηρέτης + κατάλ. -ιον με συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι- (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης), ενώ με τις σημ. «μαξιλάρι ή κάλυμμα σε κάθισμα λέμβου» και «σάγμα για ιππασία» είναι σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπ' ἐρέτῃ «αυτό που βρίσκεται κάτω από τον κωπηλάτη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”